προσθαφαίρεση

προσθαφαίρεση
(mat. ) toplama ve çıkarma

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσθαφαίρεση — η πρόσθεση και αφαίρεση ποσών σε λογαριασμό: Η προσθαφαίρεση του ίδιου ποσού δε μεταβάλλει το αρχικό ποσό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσθαφαίρεση — η / προσθαφαίρεσις, έσεως, ΝΑ [προσθαφαιρῶ] νεοελλ. πρόσθεση ποσών σε λογαριασμό και αφαίρεση άλλων αρχ. αστρον. πρόσθεση ή αφαίρεση ανάλογα με την περίσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”